Η νέα γενιά απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τις τηλεφωνικές κλήσεις και επικοινωνεί κυρίως μέσω μηνυμάτων. Σχεδόν το 80% των νέων βιώνει ανησυχία και άγχος αν χρειαστεί να κάνει ένα τηλεφώνημα, αν και αρκετές μελέτες τονίζουν ότι τα τηλεφωνήματα μπορούν να βελτιώσουν τους δεσμούς μας με αγαπημένα μας πρόσωπα.

Το άκουσμα μιας φιλικής φωνής δημιουργεί ισχυρότερους δεσμούς από την αποστολή ενός γραπτού μηνύματος, αναφέρει μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Τέξας. Οι ίδιοι οι ερευνητές αναγνωρίζουν ότι οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε να στείλουμε ένα ηχητικό ή ένα γραπτό μήνυμα παρά να τηλεφωνήσουμε, και όμως η σύνδεση που αναζητούμε θα επιτυγχανόταν πιο γρήγορα μιλώντας παρά πληκτρολογώντας ψυχαναγκαστικά και μονοσύλλαβα στο WhatsApp.

Τουλάχιστον δύο γενιές έχουν αντιπαθήσει την ομιλία στο τηλέφωνο. Η σύγχρονη επικοινωνία είναι η επικοινωνία που συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο και μας αναγκάζει να έχουμε μια άμεση και ακριβή απάντηση στη διάθεσή μας, ενώ ο άλλος ακούει τους δισταγμούς μας ή απολαμβάνει τη σιωπή μας. Στα συστήματα ασύγχρονης επικοινωνίας, όπως τα ακουστικά ή τα μηνύματα κειμένου του WhatsApp, είναι δυνατή η επεξεργασία και η διαγραφή. Εν ολίγοις, μπορούμε να ελέγξουμε την εκδοχή του εαυτού μας που θέλουμε να δείξουμε, αλλά σε μια συζήτηση σε πραγματικό χρόνο όλα μας προδίδουν.

Η έκθεση της Fundación Telefónica Sociedad Digital στην Ισπανία αναφέρει ότι, μεταξύ των νέων ηλικίας 14 έως 24 ετών, η καθημερινή χρήση των άμεσων μηνυμάτων είναι σχεδόν διπλάσια από εκείνη των τηλεφωνικών κλήσεων. Σε αυτή την ηλικιακή ομάδα, αλληλεπιδρούν καθημερινά και επανειλημμένα, αλλά μέσω του Telegram και του WhatsApp, του προτιμώμενου καναλιού για σχεδόν το 97% των νέων στην Ισπανία. Η έκθεση, η οποία πραγματοποιήθηκε με στοιχεία από το 2018, καταγράφει επίσης ότι το 40% των εφήβων ηλικίας 14 έως 19 ετών επικοινωνούν από το δωμάτιό τους μέσω βιντεοκλήσεων, αλλά όχι με όλους, μόνο με τους πιο οικείους, και εδώ δεν μπαίνουν στο παιχνίδι οι γονείς, οι οποίοι, αν τολμούσαν να κάνουν βιντεοκλήση στα παιδιά τους, πιθανότατα θα έπαιρναν ως απάντηση ένα λακωνικό WhatsApp: «Τι θέλεις;».

Οι κλήσεις αποτελούν το παράδειγμα της σύγχρονης επικοινωνίας, αλλά δεν συμβαίνουν απαραίτητα τη σωστή στιγμή, μπορεί να δημιουργήσουν άγχος, ακόμη και πανικό σε νεότερους ανθρώπους, οι οποίοι διστάζουν να απαντήσουν σε μια κλήση την ώρα που συμβαίνει. Ως αποτέλεσμα, γίνεται όλο και πιο σύνηθες να κρατούν τα κινητά τους τηλέφωνα πάντα στο αθόρυβο. Από την άλλη πλευρά, η ασύγχρονη επικοινωνία μπορεί να προετοιμαστεί καλύτερα. 

Σύμφωνα με την έρευνα «Generation Mute» 2022 Millennials Phone Call Statistics που διεξήγαγε η BankMyCell, το 75% των νέων (20άρηδες και έφηβοι) αποφεύγουν τις κλήσεις επειδή είναι «πολύ χρονοβόρες» και το 64% δηλώνει ότι αποφεύγει να ασχολείται με «ενοχλητικούς και απαιτητικούς ανθρώπους». Σχεδόν το 80% βιώνει ανησυχία και άγχος αν χρειαστεί να τηλεφωνήσει και χρειάζεται λίγα λεπτά για να προετοιμαστεί.

Η έρευνα απαριθμεί τις τακτικές που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να αποφύγουν να απαντήσουν. Αυτές κυμαίνονται από το να έχουν πάντα το τηλέφωνο στο αθόρυβο (63%) έως το να μην έχουν ποτέ σήμα (12%). Υπάρχουν επίσης εκείνοι που αφήνουν το τηλέφωνο να χτυπάει ενώ κοιτάζουν την οθόνη, και όταν τελικά ο καλών κλείσει το τηλέφωνο, στέλνουν μήνυμα: «Με πήρατε τηλέφωνο»; Το συντριπτικό 88% προτιμά να έχει απεριόριστα δεδομένα στα τηλεφωνικά του προγράμματα, παρά κλήσεις, τις οποίες θεωρεί παρεμβατικές, ενοχλητικές και με υψηλό κίνδυνο να προκαλέσουν λεκτική αντιπαράθεση.

Ο κανόνας των οκτώ λεπτών

Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2021 στο περιοδικό JAMA έδειξε ότι, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ενήλικες που έλαβαν ένα σύντομο τηλεφώνημα μείωσαν άμεσα το άγχος, την κατάθλιψη και το αίσθημα μοναξιάς. Και για να είναι όλοι λίγο πιο ευτυχισμένοι το 2023, οι New York Times έφτιαξαν μια λίστα με προκλήσεις, μεταξύ των οποίων και η ομιλία στο τηλέφωνο. Αυτό θα λειτουργήσει εάν, και μόνο εάν, η διάρκεια της κλήσης συμφωνηθεί εκ των προτέρων στα οκτώ λεπτά. Ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο. Σύμφωνα με την εφημερίδα της Νέας Υόρκης, η συμφωνία αυτή είναι απαραίτητη για την εξάλειψη της αβεβαιότητας και την ελαχιστοποίηση των εντάσεων.

Η ιδέα της συμφωνίας για οκτώ λεπτά προέρχεται από μια μελέτη του 2021 από το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, η οποία έδειξε ότι οι κλήσεις σπάνια τελείωναν όταν το ήθελαν και οι δύο συμμετέχοντες. Αφού ανέλυσε 932 τηλεφωνικές συνομιλίες, η ομάδα των ερευνητών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πάντα υπήρχε κάποιος που έμενε μετέωρος, ενώ για κάποιον άλλο η κλήση φαινόταν σαν μια αιωνιότητα. Σύμφωνα με την έρευνα, η απόκλιση μεταξύ της πραγματικής και της επιθυμητής συνομιλίας ισοδυναμούσε με το ήμισυ της συνομιλίας. Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι ο τερματισμός μιας κλήσης είναι ένα κλασικό πρόβλημα συντονισμού, το οποίο οι άνθρωποι, που έχουν συνηθίσει να βάζουν πολλές τελείες στη ζωή τους, δεν ήταν σε θέση να λύσουν, επειδή, όπως λένε, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πληροφορίες που συνήθως αποκρύπτουν ο ένας από τον άλλον.

Οι κλήσεις για συνομιλία δεν χρησιμοποιούνται συχνά πια και για κάποιους μπορεί να είναι και τρομακτικές. Δεν ξέρουν πόσο θα διαρκέσουν, σε αντίθεση με ένα ηχητικό μήνυμα, που το ξέρουν πριν καν το ακούσουν. Και φυσικά οι τηλεφωνικές συνομιλίες στη μεταψηφιακή εποχή δεν είναι ποτέ αυτοσχέδιες, πρέπει τα άτομα να έχουν ειδοποιηθεί εκ των προτέρων.

Για να συνομιλήσουν, οι άνθρωποι πρέπει να παράγουν και να κατανοούν τη γλώσσα σε πραγματικό χρόνο, να εναλλάσσουν τον λόγο με τον συνομιλητή τους, να συμπεραίνουν τι γνωρίζουν οι συνομιλητές τους και τι θέλουν να μάθουν, και να θυμούνται τι έχει ειπωθεί και τι δεν έχει ειπωθεί. Η συνομιλία είναι ένα σύνολο σύνθετων εργασιών που φαίνονται μπορεί να φαίνονται απλές, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι.

Μεταξύ των πιο πολύπλοκων ενεργειών σε μια συνομιλία είναι να την τερματίσεις, σύμφωνα με τους ερευνητές. Στα πειράματά τους, διαπίστωσαν ότι πολλές συζητήσεις τελειώνουν εξαιτίας εξωτερικών περιστάσεων: ένα άτομο που φτάνει, ένα ασανσέρ που πρέπει να προλάβουν ή ένα λεωφορείο που φεύγει… Στις περισσότερες περιπτώσεις, το άτομο που ξεκινάει τη συζήτηση είναι και αυτό που την τελειώνει. Ψυχολόγοι, γλωσσολόγοι και μελετητές της επικοινωνίας έχουν περιγράψει αυτά τα τελετουργικά κλεισίματος. Από ευγενικές φόρμουλες όπως «Ευχαρίστηση μου, όπως πάντα» ή «Χάρηκα που μιλήσαμε» μέχρι περισσότερο ή λιγότερο διακριτικές μεταβάσεις όπως «Λοιπόν…», «Έλα…» ή «Ας τα πούμε αργότερα», αλλά δεν γνωρίζουν πότε οι άνθρωποι αποφασίζουν να τις κάνουν πράξη.

Και μόνο το άκουσμα της φωνής ενός αγαπημένου προσώπου μπορεί να ξυπνήσει συναισθήματα και αυτό θα ήταν το πρώτο όφελος από την επιστροφή στο τηλέφωνο. Οκτώ λεπτά θα ήταν αρκετά αν υπάρχει προηγούμενος συναισθηματικός δεσμός που πυροδοτεί τις ορμονικές αντιδράσεις που προκαλούν ευεξία.

Η κοινωνική αλληλεπίδραση δεν είναι πολυτέλεια, είναι ζωτικής σημασίας για την ψυχολογική ευημερία, τη σωματική υγεία και τη μακροζωία, και η συζήτηση είναι η ζωογόνος δύναμή της. Η γνώση της τέχνης της συνομιλίας – πότε να ξεκινάμε, πότε να τελειώνουμε, πώς λειτουργεί, πότε βαριέται κάποιος και πότε απογοητεύεται – θα μας επιτρέψει να μεγιστοποιήσουμε τα οφέλη της.

Μόνο το 7% της επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας αφορά τις λέξεις, το υπόλοιπο αφορά την παραλεκτική και μη λεκτική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένων των στάσεων του σώματος, των χειρονομιών, του βλέμματος, ακόμη και των οσμών, και είναι αλήθεια ότι με την ασύγχρονη επικοινωνία χάνονται ορισμένες κοινωνικές δεξιότητες, όπως ο αυθορμητισμός ή η φυσικότητα. Όσοι δεν έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες θα αισθάνονται άβολα και, κυρίως, θα είναι αναποτελεσματικοί σε μια συζήτηση.

Ανάμεσα στο WhatsApp και τα ακουστικά, έχουμε ξεχάσει πώς ήταν να απαντάμε χωρίς φίλτρα και σε πραγματικό χρόνο χωρίς να προκαλούμε μεγάλο δράμα. Αναρωτήσου πόσες φορές την τελευταία βδομάδα, απέφυγες να απαντήσεις σε μία κλήση και προτίμησες να στείλεις ένα γραπτό μήνυμα; Ας ξαναρχίσουμε λοιπόν να μιλάμε στα τηλέφωνα!