Τα αντικαταθλιπτικά χάπια έχουν γίνει ολοένα και πιο δημοφιλή, όμως οι περισσότεροι δεν θέλουν να μιλήσουν ανοιχτά γι’ αυτό. Γιατί άραγε; Πρόκειται για κάτι που αφορά τόσο τους νέους όσο και τους πιο μεγάλους σε ηλικία, καθώς η κατάθλιψη και κάποια άλλα νοσήματα δεν κάνουν ηλικιακές διακρίσεις.

Ορισμένες ψυχικές παθήσεις μπορεί να δυσκολέψουν την καθημερινότητα, υπάρχουν όμως τρόποι ώστε να μπορέσει κάποιος να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του και να διαχειριστεί αποτελεσματικά την πάθησή του.

Η λέξη «αντικαταθλιπτικό» χρησιμοποιήθηκε αρχικά το 1952, μετά την ανακάλυψη των επιδράσεων ενός φαρμάκου κατά της φυματίωσης που βελτίωνε τη διάθεση. Έκτοτε, υπήρξε μια σταθερή ανάπτυξη των συνταγογραφούμενων αντικαταθλιπτικών με μια έξαρση του ενδιαφέροντος για νέα αντικαταθλιπτικά τη δεκαετία του 1970. Το πρώτο φάρμακο SSRI, η φλουοξετίνη (Prozac), κυκλοφόρησε το 1987.

Η σεροτονίνη είναι μια χημική ουσία που παράγεται από το σώμα. Παίζει ρόλο στη ρύθμιση της διάθεσης και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ρυθμίζεται το άγχος, βιώνεται η ευτυχία, επουλώνονται οι πληγές και διεγείρεται η ναυτία. Τα SSRIs πιστεύεται ότι ανακουφίζουν ορισμένα συμπτώματα διαταραχών της διάθεσης ενισχύοντας την ποσότητα σεροτονίνης στον εγκέφαλο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν την υψηλότερη χρήση αντικαταθλιπτικών από κάθε άλλη χώρα στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) διαπίστωσαν ότι το 13,2% των ενηλίκων έλαβαν κάποιο είδος αντικαταθλιπτικού μεταξύ των ετών 2015 και 2018. Επιπλέον, περισσότερες γυναίκες αναφέρουν ότι λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά σε σύγκριση με τους άνδρες. Η διαθεσιμότητα των φαρμάκων σε σύγκριση με άλλες μορφές θεραπείας είναι το κλειδί για τη σιωπηλή δημοτικότητά τους.

Μια μελέτη του 2014 διαπίστωσε ότι το 10% των ενηλίκων των ΗΠΑ συμπληρώνουν πλέον μία ή περισσότερες συνταγές αντικαταθλιπτικών κάθε χρόνο, με το 75% αυτών των συνταγών να γράφονται από μη ψυχιάτρους. Ως αποτέλεσμα, αυτό αποδεικνύει πώς τα φάρμακα που είναι εύκολα διαθέσιμα καλύπτουν το κενό που αφήνει η ελλιπής φροντίδα ψυχικής υγείας.

Ο καθηγητής Allan Young, διευθυντής στο Κέντρο για τις Συναισθηματικές Διαταραχές στο King’s College του Λονδίνου, σημειώνει ότι η έλλειψη άλλων θεραπειών – όπως η θεραπεία, η συμβουλευτική και οι ομάδες υποστήριξης – μπορεί στην πραγματικότητα να αυξήσει το στίγμα γύρω από τη φαρμακευτική αγωγή. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ψυχοθεραπεία και η φαρμακευτική αγωγή δεν είναι αντιφατικά, καθώς οι άνθρωποι συχνά τα καταφέρνουν καλύτερα και με τα δύο.

Αναζήτηση βοήθειας για την κατάθλιψη

Ακριβώς όπως ένας σωματικός τραυματισμός μπορεί να δυσχεράνει τη μετάβαση στο νοσοκομείο, έτσι και η κατάθλιψη μπορεί να γίνει γρήγορα ένα εμπόδιο από μόνη της. Δεν είναι μόνο μια αόρατη ασθένεια, αλλά έχει επίσης την τάση να μειώνει το ηθικό ενός ατόμου και να το καταβάλλει.

Λόγοι για τους οποίους κάποιος δεν λαμβάνει φροντίδα για κάποιο νόσημα ψυχικής υγείας αποτελούν οι ακόλουθοι:

  • το κόστος,
  • η σκέψη ότι θα μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση ή τα συμπτώματα χωρίς τη βοήθεια ενός επαγγελματία,
  • ο φόβος ότι μπορεί να μην τον πάρουν στα σοβαρά,
  • δεν γνωρίζει πού να απευθυνθεί για βοήθεια και
  • η έλλειψη χρόνου.

Το να παραδεχτεί κάποιος ότι χρειάζεται βοήθεια είναι κάτι γενναίο, αλλά μπορεί να γίνει τρομακτικό όταν δεν ξέρει από πού να ξεκινήσει, γι’ αυτό είναι σημαντικό να γνωρίζει που μπορεί να λάβει τη βοήθεια που χρειάζεται.

Σίγουρα πολλά πράγματα έχουν βελτιωθεί στην αντιμετώπιση των ψυχικών νόσων με την πάροδο του χρόνου, όμως υπάρχει ακόμα πολύ δρόμος μπροστά. Τα πράγματα αλλάζουν, όπως και ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κάποιος την κατάθλιψη, οι ιατρικές πρακτικές καθώς και το είδος της υποστήριξης που είναι διαθέσιμη στους ανθρώπους.

Για πολλούς υπάρχει στη σκέψη τους το στίγμα και γι’ αυτό φοβούνται να μιλήσουν ανοιχτά για την κατάθλιψη ή για κάποιο άλλο ψυχικό νόσημα. Ο φόβος ότι μπορεί να θεωρηθούν αδύναμοι, όχι αρκετά καλοί ή κάπως ελλιπείς. Φοβούνται επίσης ότι αν παραδεχτούν μια ψυχική νόσο αυτό μπορεί να τους κοστίσει τη δουλειά τους ή τους φίλους ή την οικογένειά τους…

Πρόκληση του μέλλοντος λοιπόν να γίνουν οι προκλήσεις της ψυχικής υγείας αποδεκτές ως ένα απολύτως φυσιολογικό μέρος του να είσαι άνθρωπος στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο.