Στο «The Thursday Murder Club» εισέρχεσαι σε μια κοινότητα συνταξιούχων στο Κεντ, όπου τέσσερις φίλοι συναντιούνται κάθε Πέμπτη. Τους βλέπεις να μετατρέπουν το χόμπι τους σε αποστολή όταν ένα πραγματικό έγκλημα αναστατώνει τον μικρό τους κόσμο. Αφήνεις πίσω τα «ασφαλή» cold cases και μπαίνεις σε μια υπόθεση που απαιτεί παρατηρητικότητα και θάρρος. Από την πρώτη σκηνή αντιλαμβάνεσαι το ελαφρύ χιούμορ που συνοδεύει την αγωνία. Δεν σε κατακλύζει βία, σε κερδίζει η κομψή ένταση. Νιώθεις ότι είσαι μέλος της παρέας, όχι απλός θεατής.

Τώρα, συγκεκριμένα για τους συντελεστές και τους ρόλους τους: η Helen Mirren ενσαρκώνει την αινιγματική Elizabeth Best με ατσάλινη ψυχραιμία, ο Pierce Brosnan δίνει στον Ron Ritchie την απαραίτητη τραχύτητα και τρυφερότητα, ο Sir Ben Kingsley χτίζει έναν Ibrahim Arif με χαμηλόφωνη ευφυΐα και η Celia Imrie κάνει τη Joyce Meadowcroft την «καρδιά» της ομάδας, με λεπτό χιούμορ και ακρίβεια. Το καστ «κουμπώνει» ιδανικά με τους χαρακτήρες του βιβλίου και μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη ζεστή, ευφυή δυναμική της λέσχης.

Η ταινία σε καθοδηγεί με ρυθμό που θυμίζει καλοκουρδισμένο ρολόι. Κάθε πληροφορία δίνεται στον σωστό χρόνο, ώστε να φτιάχνεις μόνος σου το παζλ. Δεν χάνεσαι σε περιττές εξηγήσεις, μαθαίνεις ό,τι χρειάζεται για να προχωρήσεις. Η εναλλαγή ανάμεσα σε χιούμορ και μυστήριο κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο. Αν αγαπάς το ευφυές whodunit, νιώθεις ότι βρίσκεσαι στο σωστό μέρος. Περιμένεις την επόμενη ανατροπή με περιέργεια και χαμόγελο.

Οι χαρακτήρες κερδίζουν τη συμπάθειά σου χωρίς υπερβολές. Βλέπεις ανθρώπους με εμπειρία ζωής που ξέρουν να ακούν και να διαβάζουν τις σιωπές. Καθένας έχει ένα μικρό μυστικό και μια προσωπική ανάγκη για λύτρωση. Αναγνωρίζεις στις κινήσεις τους την αποφασιστικότητα που γεννά η φιλία. Δεν πρόκειται για ρομαντικοποίηση της ηλικίας, αλλά για ανάδειξη δεξιοτήτων που δεν σκουριάζουν. Σε συγκινεί ο τρόπος που στηρίζονται ο ένας στον άλλο.

Η σκηνοθεσία ισορροπεί ανάμεσα στη χορταστική πλοκή και στη ζεστή ατμόσφαιρα. Δεν επιδιώκει το σοκ, επιδιώκει την κομψότητα. Οι σκηνές χτίζονται με καθαρή γεωμετρία, ώστε να ξέρεις πάντα πού βρίσκεσαι. Σεβασμός στη σιωπή, στις παύσεις, στα βλέμματα που λένε περισσότερα από τις ατάκες. Η κάμερα στέκεται διακριτικά, σαν να σε καλεί να παρατηρήσεις λεπτομέρειες. Έτσι παραμένεις ενεργός παίκτης στο παιχνίδι του «ποιος το έκανε».

Η φωτογραφία αξιοποιεί το τοπίο της κοινότητας και τις γύρω διαδρομές. Βλέπεις ήπιους τόνους που υπογραμμίζουν την αίσθηση cozy crime. Το φως πάνω σε πρόσωπα και αντικείμενα σε κατευθύνει χωρίς επιτήδευση. Ακόμη και τα καθημερινά δωμάτια αποκτούν σκηνικό ενδιαφέρον. Στα κοντινά πλάνα νιώθεις τη ζεστασιά των χαρακτήρων. Στα γενικά πλάνα αντιλαμβάνεσαι το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο.

Η μουσική λειτουργεί ως ευέλικτος οδηγός συναισθήματος. Δεν κραυγάζει τις κορυφώσεις, τις συνοδεύει. Σε στιγμές χιούμορ προσφέρει ανάσα, σε στιγμές αγωνίας σφίγγει διακριτικά τον ρυθμό. Το μοντάζ αφήνει τις πληροφορίες να αναδυθούν καθαρά. Αποφεύγονται οι τεχνητές επιταχύνσεις που σε βγάζουν από την ιστορία. Έτσι απολαμβάνεις μια ροή που σέβεται την προσοχή σου.

Στο επίπεδο των θεμάτων, η ταινία μιλά για το δικαίωμα να είσαι χρήσιμος σε κάθε ηλικία. Σε κάνει να σκεφτείς πόσο εύκολα η κοινωνία βάζει τους μεγαλύτερους στο περιθώριο. Την ίδια στιγμή δείχνει ότι η εμπειρία μπορεί να είναι υπεροχή. Η περιέργεια γίνεται κινητήριος δύναμη, όχι απλή περιέργεια για το κουτσομπολιό. Βλέπεις μια ομάδα που διεκδικεί ρόλο, χωρίς να απαιτεί προνόμια. Αναγνωρίζεις την αξία της κοινότητας ως ασπίδα και πυξίδα.

Ως θεατής κερδίζεις ένα καλό μυστήριο. Δεν πνίγεσαι σε περιπλοκές, ακολουθείς στοιχειωμένη λογική. Παράλληλα κερδίζεις χαρακτήρες που θέλεις να ξαναδείς. Νιώθεις ότι θα επέστρεφες σε έναν δεύτερο κύκλο χωρίς δισταγμό. Η ταινία σου προσφέρει γέλιο, τρυφερότητα και σκέψη. Φεύγεις με διάθεση να τηλεφωνήσεις στους φίλους σου.

Η σύγκριση με άλλα «cozy» αστυνομικά λειτουργεί υπέρ της ταινίας. Εδώ δεν υπάρχει ειρωνική απόσταση, αλλά τρυφερός ρεαλισμός. Οι ανατροπές δεν προδίδουν τους κανόνες του παιχνιδιού. Οι λύσεις προκύπτουν από στοιχεία που είδες, όχι από θαύματα. Το χιούμορ δεν ακυρώνει τη σοβαρότητα της απώλειας. Η ευγένεια δεν σημαίνει έλλειψη εντάσεων.

Σε επίπεδο ρυθμού, η διάρκεια αξιοποιείται χωρίς κοιλιές. Κάθε σκηνή εξυπηρετεί χαρακτήρα ή πλοκή. Οι δευτερεύουσες ιστορίες ενώνονται σε σαφή κορύφωση. Δεν μπερδεύεσαι, αλλά προκαλείσαι να μαντέψεις. Αν κάνεις λάθος, το δέχεσαι χαμογελώντας. Αν πετύχεις, νιώθεις δίκαιη ικανοποίηση.

Στο τέλος αισθάνεσαι ότι συμμετείχες σε μια γιορτή παρατηρητικότητας. Η φιλία βγαίνει κερδισμένη, όπως και το πνεύμα που δεν αποσύρεται ποτέ. Η ιδέα ότι η περιέργεια κρατά τη ζωή σε κίνηση γίνεται μήνυμα. Επιστρέφεις σε μικρές σκηνές που σε άγγιξαν απρόσμενα. Κρατάς μερικές ατάκες που θέλεις να θυμάσαι. Και σκέφτεσαι ότι η επόμενη Πέμπτη δεν είναι ποτέ μακριά.

Για τους βιβλιοφάγους της παρέας μας μπορείτε να απολαύσετε και το μυθιστόρημα του Richard Osman «Η Λέσχη Φόνων της Πέμπτης» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.